οισοφαγικός

οισοφαγικός
η , ό[ν] пищеводный, относящийся к пищеводу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οισοφαγικός" в других словарях:

  • οισοφαγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οισοφάγο (α. «οισοφαγικό τρήμα τού διαφράγματος» β. «οισοφαγικό πλέγμα» γ. «οισοφαγικό εκκόλπωμα» δ. «οισοφαγικός καθετήρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά] …   Dictionary of Greek

  • οισοφάγειος — ο [οισοφάγος] ο οισοφαγικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»